θημωνιᾶς

θημωνιᾶς
θημωνιά
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θημωνιάς — θημωνιά̱ς , θημωνιά fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβάτης — ο (Α ἀντιβάτης) νεοελλ. 1. ο φορτωτήρας 2. μοχλός με τον οποίο γυρίζει το αντί τού αργαλειού αρχ. 1. μοχλός θύρας, αμπάρα 2. στύλος μπηγμένος στο έδαφος για την στήριξη θημωνιάς 3. μτφ. προστάτης, φίλος …   Dictionary of Greek

  • επισώρευση — η (AM ἐπισώρευσις) [επισωρεύω] συσσώρευση, συνάθροιση, συγκέντρωση («θημωνιᾶς τινος ἐπισώρευσις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • θημώνιασμα — το, ατος σχηματισμός θημωνιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”